ἀποκλείσῃ

ἀποκλείσῃ
закроет

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ἀποκλείσῃ" в других словарях:

  • ἀποκλείσῃ — ἀποκλείσηι , ἀπόκλεισις a shutting up fem dat sg (epic) ἀποκλείω shut off from aor subj mid 2nd sg ἀποκλείω shut off from aor subj act 3rd sg ἀποκλείω shut off from fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόφραξη — η (Α ἀπόφραξις) 1. η απόκλειση με φραγμό, φράξιμο 2. το ξεβούλλωμα …   Dictionary of Greek

  • σφήνωση — η / σφήνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σφηνῶ, ώνω] το σφήνωμα νεοελλ. στρ. η προσαρμογή τών βλημάτων στον σωλήνα τού πυροβόλου, καθώς και τών βολίδων στη θαλάμη τής κάννης τών τυφεκίων, πυροβόλων και πιστολιών αρχ. 1. απόκλειση, απόφραξη («διάτασιν καὶ… …   Dictionary of Greek

  • αποκλεισμός — αποκλεισμός, ο και απόκλειση, η 1. η απομόνωση (συνήθως με ένοπλη βία) μιας χώρας: Η Ελλάδα υπόφερε από τον αποκλεισμό που της είχαν κάνει οι Αγγλογάλλοι στον α παγκόσμιο πόλεμο. 2. «εμπορικός αποκλεισμός», η άρνηση, από εμπόρους και καταναλωτές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»